- προαγγελσις
- προάγγελσιςπρο-άγγελσις-εως ἥ заблаговременное уведомление, предупреждение
(τῆς ἀναχωρήσεως Thuc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τῆς ἀναχωρήσεως Thuc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προάγγελσις — forewarning fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προάγγελσις — έλσεως, ή, Α [προαγγέλλω] η ενέργεια τού προαγγέλλω, προειδοποίηση, προμήνυμα … Dictionary of Greek
προάγγελσιν — προάγγελσις forewarning fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)